ὀπωροβασιλίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A queen of fruits, a fine kind of fig, Anon. ap. Ath.3.75d.
German (Pape)
[Seite 365] ίδος, ἡ, Obstköniginn, eine edle Feigenart, Ath. III, 75 c.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωροβᾰσῐλίς: -ίδος, ἡ, ἡ βασίλισσα τῶν καρπῶν, εἶδος ὡραίου σύκου, Ἄδηλ. παρ’ Ἀθην. 75D.
Greek Monolingual
ὀπωροβασιλίς, -ίδος, ἡ (Α)
εξαιρετικό είδος σύκων, τα βασιλικά σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + βασιλίς.