αὐθύπαρκτος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ον,
A self-subsistent, Hsch. Adv.-τως Zonar.s.v.ἕνωσις.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθύπαρκτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχων, οὐσία ἐστὶ πρᾶγμα αὐθύπαρκτον, μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν ἑαυτοῦ σύστασιν Ἀναστ. καὶ Κύριλλ. π. Πίστ. σ. 426.
Spanish (DGE)
-ον
1 que tiene existencia por sí mismo como propio de οὐσία: πρᾶγμα αὐ. μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν ἑαυτοῦ σύστασιν Anast.Ant.Fid.M.89.1401A, del alma, Leont.H.Nest.M.86.1495B
•consustancial esp. en teol. de la unión hipostática καθ' ὑπόστασιν ... ἕνωσίς ἐστιν ἡ αὐ. ... τῶν δύο φύσεων συνδρομή Ath.Al.M.28.544D, cf. Hsch.
2 adv. -ως consustancialmente αὐ. συντρέχει ἡ ψυχὴ καὶ τ σῶμα Zonar.s.u. ἕνωσις.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐθύπαρκτος, -ον)
αυτός που υπάρχει ή γίνεται από μόνος του.