ζώπισσα

From LSJ
Revision as of 18:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζώπισσα Medium diacritics: ζώπισσα Low diacritics: ζώπισσα Capitals: ΖΩΠΙΣΣΑ
Transliteration A: zṓpissa Transliteration B: zōpissa Transliteration C: zopissa Beta Code: zw/pissa

English (LSJ)

ἡ,

   A pitch and wax from old ships, or pine-resin, Dsc.1.72.

German (Pape)

[Seite 1144] ἡ, altes Pech mit Wachs vermischt, von alten Schiffen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ζώπισσα: ἡ, ἡ πίσσα καὶ ὁ κηρὸς ἐκ παλαιῶν πλοίων ξυόμενα, Διοσκ. 1. 98.

Greek Monolingual

η (Α ζώπισσα)
νεοελλ.
μίγμα πίσσας και κεδρίας που βράζεται, αναμιγνύεται με λίπος και αιθάλη και χρησιμοποιείται για επάλειψη τών ύφαλων μερών τών πλοίων
αρχ.
1. η παλαιά πίσσα και το κερί που ξύνονται από παλιά πλοία
2. το ρετσίνι του πεύκου.