λαγοδαίτης
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
ου, ὁ, (δαίω B)
A hare-devourer, A. Ag.123 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 3] Hafen fressend, vom Adler, Aesch. Ag. 122.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγοδαίτης: -ου, ὁ, (δαίω) ὁ κατατρώγων τοὺς λαγωούς, ἐπὶ ἀετοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 123 (Λυρ.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui mange des lièvres.
Étymologie: λαγώς, δαίνυμαι.
Greek Monolingual
λαγοδαίτης, ὁ (Α)
(για αετό) αυτός που κατατρώγει τους λαγούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ κρεο-δαίτης, χρηματο-δαίτης].
Greek Monotonic
λᾰγοδαίτης: -ου, ὁ (δαίω), αυτός που κατατρώει λαγούς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λᾰγοδαίτης: дор. λᾰγοδαίτᾱς, ου ὁ (об орле) пожирающий зайцев Aesch.