μολυβρός

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολυβρός Medium diacritics: μολυβρός Low diacritics: μολυβρός Capitals: ΜΟΛΥΒΡΟΣ
Transliteration A: molybrós Transliteration B: molybros Transliteration C: molyvros Beta Code: molubro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A lead-coloured, Hsch.

German (Pape)

[Seite 200] bleifarbig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβρός: -ά, -όν, μολυβδοειδής, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ μολύβδου, μολυβδόχρους, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μολυβρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου, μολυβής, μολυβόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβος + κατάλ. -ρός (πρβλ. αλυκ-ρός)].