νευροβάτης
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A rope-dancer, Rhetor.in Cat.Cod.Astr.8(4).213, Et.Gud.345.52: in Lat. form, Vopisc.Carin.19, Firm.Math.8.17.4.
Greek (Liddell-Scott)
νευροβάτης: -ου, ὁ, σχοινοβάτης· ἴδε Δουκαγγ. παράρτημ., Ἐτυμολ. Γουδ. σ. 345, 52.
Greek Monolingual
νευροβάτης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που βαδίζει πάνω στο σχοινί, σχοινοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ιχνο-βάτης, καρκινο-βάτης.