πύελος

From LSJ
Revision as of 22:55, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠελος Medium diacritics: πύελος Low diacritics: πύελος Capitals: ΠΥΕΛΟΣ
Transliteration A: pýelos Transliteration B: pyelos Transliteration C: pyelos Beta Code: pu/elos

English (LSJ)

(so Phld.Mort.33) or πύᾰλος, ἡ,

   A trough, for feeding animals, Od.19.553.    2 bathing-tub, Hp. Acut.65, Ar.Eq.1060, Pax 843, Th.562, Crates Com.15.5, Eup.256, PEnteux.83 (iii B.C.).    3 vat, kitchen-boiler, Ar.V.141.    4 sarcophagus, Thphr.Lap.6, Arr.An.6.29.9, CIG3785, al. (Nicomedia), 4164 (Sinope); πύαλος, ib.2050 (Philippopolis), 3777 (Nicomedia), IGRom.1.624 (Tomi), Supp.Epigr.4.106 (Rome, ii A.D.).    5 = πυελίς 1.1, Poll.7.179.    6 infundibulum of the brain, Gal.2.709, UP8.3, 9.3.    7 a surgical instrument, Hermes 38.283. [ῡ Od. l.c., perh. metri gr., ῠ Att.]

German (Pape)

[Seite 814] ἡ (nach Buttm. von πλύνω, für πλύελος, wie ἔκπαγλος von ἐκπλαγῆναι), Trog, Wanne, woraus Gänse fressen, Od. 19, 553; Badewanne, Ar. Equ. 1060; Vesp. 141 πυέλου τρῆμα, der Ort, wo der Ofen die Badestube mit der Badewanne heizte, u. öfter, Pax 843; Pol. 30, 20, 3 u. Luc. Lexiph. 5; vgl. Poll. 7, 168. – Später auch der Sarg, übh. alles wannenartig ausgehöhlte hölzerne Geräth. – Spätere Form war πύαλος, Lob. Phryn. 309. – [Υ ist bei Hom. u. den En. lang, bei Ar. u. den Attikern kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

πύελος: ἡ, ἐπιμήκης σκάφη, ἐν ᾗ ἐτίθετο τροφῇ διὰ ζῷα, Ὀδ. Τ. 553· λουτήρ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1060, Εἰρ. 843, Θεσμ. 562, Κράτης ἐν «Θηρίοις»2. 5, Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 8· - πᾶν ἀγγεῖον ἔχον τὸ σχῆμα σκάφης στρογγύλης, «μαστέλλο», λεκάνη μεγάλη, λέβης τοῦ μαγειρείου, Ἀριστοφ. Σφ. 141. 2) = σαρκοφάγος, Θεοφρ. π. Λίθ. 60, Συλλ. Ἐπιγρ. 3785-88, 4164· φέρεται καὶ πύαλος, αὐτόθι 2050, 3777· πρβλ. πυελὶς 2, καὶ ἴδε πτύαλον, ὕαλος. 3) = πυελὶς Ι, Πολυδ. Ζ΄, 179. 4) παρὰ τοῖς Ἐκκλ., κολυμβήθρα πρὸς βάπτισιν. Κατὰ τὸν Κούρτ. ἀντὶ πλύελος, ἐκ τῆς √ΠΛΥ, πλύνω. [ῡ Ἐπικ., ῠ Ἀττικ.].

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 auge, mangeoire;
2 baignoire.
Étymologie: par dissimil. p. *πλύελος, de la R. Πλυ, laver ; cf. πλύνω.

English (Autenrieth)

feedingtrough, Od. 19.553†.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και πύαλος Α
1. η κοιλότητα σε δαχτυλίδι για στερέωση σφραγιδολίθου, αλλ. πυελίδα
2. κολυμπήθρα για βάπτιση
νεοελλ.
1. ανατ. σύνολο τεσσάρων οστών που αποτελούν το κατώτερο τμήμα του κορμού, στο οποίο χρησιμεύουν ως βάση και προσφέρουν στήριγμα στα κάτω άκρα, αλλ. λεκάνη
2. φρ. «νεφρική πύελος» — η κοιλότητα που σχηματίζεται από τη διεύρυνση του ουρητήρα μέσα στη νεφρική ουσία
αρχ.
1. επιμήκης σκάφη που χρησιμοποιούσαν ιδίως για τοποθέτηση τροφής για ζώα, το παχνί («χῆνας... ἐρεπτομένους παρὰ πύελον», Ομ. Οδ.)
2. λουτήρας
3. λέβητας μαγειρείου
4. είδος χειρουργικού εργαλείου
5. η χοάνη του εγκεφάλου
6. (στον τ. πύαλος) λάρνακα, σαρκοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πύ-ελος < πλύ-ελος (με ανομοιωτική αποβολή του πρώτου -λ-), ανάγεται στη ρίζα πλυ- του πλύνω με επίθημα -ελος (πρβλ. πιμ-ελή, μυ-ελός). Το επίθημα -αλος είναι μτγν. (πρβλ. μυελός: μυαλός). Εντύπωση, τέλος, προκαλεί το θηλυκό γένος του τ.].

Greek Monotonic

πύελος: ἡ, σκαφίδι, μακριά ταΐστρα ή σκάφη για την τροφή των ζώων, σε Ομήρ. Οδ.· λουτήρας, σε Αριστοφ.· λεκάνη, σκεύος του μαγειρείου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πύελος: ἡ (эп. ῡ - атт. ῠ)
1) корыто, кормушка Hom.;
2) чан, ванна Arph.;
3) желоб Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύελος -ου, ἡ [~ πλύνω] trog. badkuip.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: water-trough (with soaked corn?, τ 553; where grain is washed), bathtub (Hp., com., pap.), coffin (hell.; cf. Schulze Q. 515 a. Kl. Schr. 380 n.1).
Other forms: hell. u. late πύαλος.
Derivatives: πυέλ-ιον n. coffin (Crete, Diogenian.), -ίς (-αλίς), -ίδος f. id.; also setting of a jewel, eye-socket etc. (Att., hell.); -ώδης trough-like, hollow (Arist.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)
Etymology: Dissimilated from *πλυ-ελος? Nomen instr. or loci to πλύνω (πλυ-τός, πλύ-σις a.o.). -- Interpretation by Masing, to be rejected; s. Kretschmer Glotta 6, 308. Cf. Renehan, Class. Rev. N.S. 18 (1968) 133. -- The etymol. from πλύω is almost certainly wrong; it is almost certainly a Pre-Greek word (though the variation -ελος\/-αλος (late) is not very significant.

Frisk Etymology German

πύελος: {púelos}
Forms: hell. u. sp. πύαλος
Grammar: f.
Meaning: Wassertrog (mit eingeweichten Körnern?, τ 553), Badewanne (Hp., Kom., Pap.), Sarg (hell. u.sp.; vgl. Schulze Q. 515 u. Kl. Schr. 380A.1).
Derivative: Davon πυέλιον n. Sarg (Kreta, Diogenian.), -ίς (-αλίς), -ίδος f. ib.. auch Einfassung eines Juwels, Augenhöhle (att. hell. u.sp.); -ώδης trogähnlich, hohl (Arist.).
Etymology : Aus *πλυελος dissimiliert; Nomen instr. od. loci zu πλύνω (πλυτός, πλύσις u.a.). — Abzulehnende Deutung von Masing; s. Kretschmer Glotta 6, 308.
Page 2,620