ἐρίβομβος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A loud-buzzing, μέλισσαι Orph.Fr.154,189.
German (Pape)
[Seite 1027] sehr summend, die Biene, Orph. frg. 49.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίβομβος: -ον, μεγάλως, ἰσχυρῶς βομβῶν, μέλισσα Ὀρφ. Ἀποσπ. 49.
Greek Monolingual
ἐρίβομβος, -ον (Α)
αυτός που βουίζει δυνατά («ἐρίβομβοι μέλισσαι», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + βόμβος.