ἰθυπτίων

From LSJ
Revision as of 23:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθῠπτίων Medium diacritics: ἰθυπτίων Low diacritics: ιθυπτίων Capitals: ΙΘΥΠΤΙΩΝ
Transliteration A: ithyptíōn Transliteration B: ithyptiōn Transliteration C: ithyption Beta Code: i)qupti/wn

English (LSJ)

[πτῑ], ωνος, ὁ, ἡ, only in Il.21.169 μελίην ἰθυπτίωνα Ἁστεροπαίῳ ἐφῆκε, from πέτομαι,

   A straight-flying (cf. ἰθύς (A) 11):—Zenod. read ἰθυκτίωνα, straight-fibred (fort. -κτείωνα, cf. εὐθυκτέανον, κτηδών).

German (Pape)

[Seite 1246] ωνος, nur Il. 21, 169, μελίην ἰθυπτίωνα ἐφῆκε, wahrscheinlich von πέτομαι, πτέσθαι, die geradeaus fliegende eschene Lanze; Andere dachten an πίπτω, grade gehend; Zenodot. las ἰθυκτίωνα, was erklärt wird ἐπ' εὐθείας ἔχουσα τὰς κτεδόνας, τὰς ἐν τοῖς ξύλοις διαφύσεις, gradfaserig. Bei Hesych. hat man ἰθυκέανος oder ἰθυκέαστος, gerade zu spalten.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθυπτίων: πτῑ, ωνος, ὁ, ἡ, μόνον ἐν Ἰλ. Φ. 169, μελίην ἰθυπτίωνα Ἀστεροπαίῳ ἐφῆκε, ἐκ τοῦ πέτομαι, κατ’ εὐθεῖαν πετομένην (πρβλ. ἰθὺς ΙΙ)· ἀλλ’ ὁ Ζηνόδοτος ἀνέγνω ἰθυκτίωνα, ἐκ τοῦ κτεὶς ἢ κτηδών, εὐθείας ἶνας ἔχων.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
qui vole en droite ligne.
Étymologie: ἰθύς, πέτομαι.

English (Autenrieth)

ωνος (πέτομαι): straightflying, μελίη, Il. 21.169†.

Greek Monolingual

ἰθυπτίων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που πετά κατευθείαν μπροστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (I) + θ. πτ- (μηδενισμένη βαθμίδα του πέτομαι) + κατάλ. -ιων].

Greek Monotonic

ἰθυπτίων: [πτῑ], -ωνος, ὁ, ἡ (πέτομαι), αυτός που εκτοξεύεται σε ευθεία γραμμή, λέγεται για το ακόντιο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἰθυπτίων: 2, gen. ωνος прямо летящий (μελίη Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: flying straight (lance) (Φ 169, verse end).
Other forms: only acc. μελίην -ωνα
Origin: IE [Indo-European] [825] *pet- fly, fall
Etymology: Compound of ἰθύς and the zero grade of πέτομαι with ending after the nouns in -ων, -ίων (καταπύγων, οὑρανίων, κυλλοποδίων) for *ἰθύ-πτ-ιος (like ὁμό-γν-ιος). Schulze Q. 309 (also on the lengthening of the -ι-), Risch 52.

Middle Liddell

ἰθυ-πτίων, ωνος, πέτομαι
straight-flying, of a javelin, Il.