γλισχραίνομαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass.,
A to be sticky, lubricated, Hp.Art.55; become tenacious, of sputum, Gal.7.918.
Greek (Liddell-Scott)
γλισχραίνομαι: παθ., γίνομαι κολλώδης, ὀλισθηρός, Ἱππ. π. Ἄρθ. 822.
Spanish (DGE)
1 lubricarse la carne en contacto con el hueso tras corregir una dislocación, Hp.Art.55.
2 volverse viscoso, pegajoso el esputo, Gal.7.918.
Greek Monolingual
γλισχραίνομαι (Α) γλίσχρος
είμαι ή γίνομαι γλίσχρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλισχραίνομαι γλίσχρος plakkerig worden. Hp. Art. 55.