παρανομία
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ἡ,
A transgression of law, decency, or order, Antipho 5.12, Th.4.98, Pl.R. 537e, etc. ; ἡ κατὰ τὸ σῶμα π. ἐς τὴν δίαιταν loose and disorderly habits of life, Th.6.15, cf. 28 ; π. εἴς τινας Plb.3.6.13 ; περὶ τὰς σπονδάς D.H. 8.4 ; illegality, personified, Plb.18.54.10.
German (Pape)
[Seite 491] ἡ, das Wesen und die Handlungsweise des παράνομος, das Handeln gegen Gesetze, Sitten u. Gebräuche, Gesetzwidrigkeit; Thuc. 4, 98; εἴς τι, z. B. εἰς τὴν δίαιταν, εἰς τὰ ἐπιτηδεύματα, eine ausschweifende, ungewöhnliche Lebensart, 6, 15. 28; παρανομίας ἐμπίπλανται, Plat. Rep. VII, 537 e, öfter; Sp., καὶ κατάλυσις τῶν ἐθῶν Luc. Tim. 42.
Greek (Liddell-Scott)
παρανομία: ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ διαγωγὴ τοῦ παρανόμου, παράβασις νόμου εὐπρεπείας ἢ τάξεως, Ἀντιφῶν 130. 42, Θουκ. 4. 98, Πλάτ. Πολ. 537E, κ. ἀλλ.· ἡ κατὰ τὸ σῶμα π. εἰς τὴν δίαιταν, ἕξις τοῦ βίου ἀκατάστατος, Θουκ. 6. 15, πρβλ. 28 π. εἴς τινα Πολύβ. 3. 6, 13· περί τι Διον. Ἁλ. 8. 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 violation de la loi, illégalité, méfait;
2 violation des usages, des coutumes, singularité.
Étymologie: παράνομος.
English (Strong)
from the same as παρανομέω; transgression: iniquity.
English (Thayer)
παρανομίας, ἡ (παράνομος (from παρά (which see IV:2) and νόμος)), breach of law, transgression, wickedness: Thucydides, Plato, Demosthenes, others; the Sept..)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ παράνομος
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρανομώ, η παράβαση τών νόμων ή κανόνων της ευπρέπειας ή της τάξης, παράνομη πράξη
νεοελλ.
δράση, πολιτική ή κοινωνική, έξω από την παραδεδεγμένη νομιμότητα
αρχ.
ως κύριο όν. Παρανομία
η αδικία («δύο κατεσκεύαζε βωμούς, τὸν μὲν Ἀσεβείας, τὸν δὲ Παρανομίας», Πολ.).
Greek Monotonic
παρανομία: ἡ, παραβίαση του νόμου, της ευπρέπειας ή της τάξης, σε Θουκ., Πλάτ.· ἡ κατὰ τὸ σῶμα παρανομία εἰς τὴν δίαιταν, χαλαρός και ακατάστατος τρόπος ζωής, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρανομία -ας, ἡ [παράνομος] het onwettig handelen; abnormaal gedrag:. ἡ κατὰ τὸ ἑαυτοῦ σῶμα παρανομία ἐς τὴν δίαιταν de buitensporigheid van zijn fysieke lifestyle Thuc. 6.15.4.
Russian (Dvoretsky)
παρανομία: ἡ противозаконный образ действий, беззаконие (παρανομίαν ἐπὶ τοῖς μὴ ἀνάγκῃ κακοῖς ὀνομασθῆναι Thuc.; εἴς τινα Polyb.): π. εἰς τὴν δίαιταν Thuc. распутный образ жизни.
Middle Liddell
παρανομία, ἡ,
transgression of law, decency or order, Thuc., Plat.; ἡ κατὰ τὸ σῶμα π. εἰς τὴν δίαιταν loose and disorderly habits of life, Thuc. [from παράνομος
Chinese
原文音譯:paranom⋯a 爬拉-挪米阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-律法
字義溯源:犯罪,過犯,違法,目無法紀;源自(παρανομέω)=犯法);由(παρά)*=旁,出於)與(νόμος)=律法,分出)組成;其中 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)。參讀 (ἀγνόημα)同義字比較: (νόμος)=律法
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 過犯(1) 彼後2:16