λειόγλωσσος

Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ον,

   A smooth-tongued, flattering, Sm., Thd.Pr.6.24.

German (Pape)

[Seite 24] glattzüngig, schmeichlerisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λειόγλωσσος: -ον, ἔχων λείαν γλῶσσαν, κολακευτικός, Σύμμ. Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

λειόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεία, αβρή γλώσσα, κολακευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αλλό-γλωσσος, πικρό-γλωσσος].