συμπληθύνω
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
[ῡ],
A help to increase, X.Oec.18.2. 2 Pass., to be multiplied as well as, c. dat., Procl.in Prm.p.546S. II give plural form to as well, σ. τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον A.D.Synt.54.17:— Pass., take plural forms, ib.205.1.
German (Pape)
[Seite 988] = Folgdm, Xen. Oec. 18, 2.
Greek (Liddell-Scott)
συμπληθύνω: [ῡ], πληθύνω ἢ αὐξάνω ὁμοῦ, Ξεν. Οἰκ. 18, 2. ΙΙ. Παθ., λαμβάνω τὸν πληθυντικὸν ἀριθμόν, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 205.
French (Bailly abrégé)
compléter, augmenter, multiplier.
Étymologie: σύν, πληθύνω.
Greek Monolingual
Α
1. συντελώ στην αύξηση της ποσότητας ενός πράγματος
2. γραμμ. σχηματίζω επίσης στον τύπο του πληθυντικού αριθμού («συμπληθύνειν τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον», Απολλ. Δύσκ.)
3. παθ. συμπληθύνομαι
(για λέξη) σχηματίζομαι στον πληθυντικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πληθύνω (< πλῆθος)].
Greek Monotonic
συμπληθύνω: [ῡ], πολλαπλασιάζω ή αυξάνω από κοινού, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συμπληθύνω: (ῡ) приумножать, увеличивать Xen.