ἐκκυλίνδω
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
A roll out, ᾤ' ἐκκυλίνδων Ar.Pax134 : mostly in aor. I, σε καταιγίδες ἐξεκύλῑσαν.. γυμνὸν ἐπ' ἠϊόνι AP7.501 (Pers.), cf. 582 (Jul.); overthrow, πίτυν.. γαίης ἐξεκύλισε ib.9.131 ; ἐξεκύλισε βίην ib. 543 (Phil.):—Pass., S.OT812: elsewh.aor.1, ἐκ δίφροιο.. ἐξεκυλίσθη he rolled headlong from the chariot, 11.6.42,23.394, cf. AP11.399 (Apollinar.); but ἐκκυλισθέντος τοῦ τροχοῦ Pherecyd.37(a) J.; plunge headlong, εἰς ἔρωτας love-intrigues, v.l. for ἐγκ-, X.Mem.1.2.22, cf. Opp.H.4.20; γένος εἰς κακίαν ἐσχώτην ἐκκεκυλισμένον Max.Tyr.30.3. 2 extricate, ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν Pi.Fr.7, cf. AP7.176 (Antiphil.):—Pass., to be extricated from, ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης A.Pr.87; ἐκκυλισθῆναι ἐκ δικτύων X.Cyn.8.8, cf. Plu.Galb. 27. 3 Pass., to be published abroad, εἰς ἀγοράν Id.2.507e.
German (Pape)
[Seite 765] = ἐκκυλίω; ἀπήνης ἐκκυλίνδεται Soph. O. R. 812; Ar. Pax 134.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκῠλίνδω: (ἴδε κυλίνδω) κυλίω πρὸς τὰ ἔξω, ᾠὰ ἐκκυλίνδων Ἀριστοφ. Εἰρ. 134· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατ’ ἀόρ. α΄ ἐπὶ ἀνέμων, ἐξεκύλισάν σε... γυμνὸν ἐπ’ ἠϊόνι Ἀνθ. Π. 7. 501, πρβλ. 582: - κατακρημνίζω, πίτυν... γαίης ἐξεκύλισε Ἀνθ. Π. 9. 131· ἐξεκύλισε βίην αὐτόθι 543: - Παθ., μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, ἐκ δίφροιο... ἐξεκυλίσθη, ἐκυλίσθη κατακέφαλα ἐκ τοῦ ἅρματος, Ἰλ. Ζ. 42, Ψ. 394, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 812, Ἀνθ. Π. 7. 399. 2) ἐξάγω τινὰ ἔκ τινος περιπλοκῆς, ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν Πινδ. Ἀποσπ. 2· πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 176: - Παθ., ἐξέρχομαι περιπλοκῆς, ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ’ ἐκκυλισθήσει τύχης Αἰσχύλ. Πρ. 87· ἐκκυλισθῆναι ἐκ δικτύων Ξεν. Κυν. 8. 8, πρβλ. Πλουτ. Γάλβ. 27· εἰς ἔρωτας, κυλίομαι «μὲ τὰ μοῦτρα» εἰς ἐρωτικὰς περιπλοκάς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 20, Πλούτ. 2. 507Ε.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. ἐκκυλίω.
Étymologie: ἐκ, κυλίνδω.
English (Slater)
ἐκκυλίνδω
1 overthrow ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν (Bekker: ἐξεκυλίσθη Apollonii codd.: -ισσε Boeckh) fr. 7.
Spanish (DGE)
(ἐκκῠλίνδω) I intr., en v. med.-pas.
1 c. suj. de pers. caer, salir rodando ἐκ δίφροιο Il.6.42, 23.394, ὕπτιος μέσης ἀπήνης ... ἐκκυλίνδεται sale rodando de espaldas del centro del carro S.OT 812, ὄνῳ ἐποχούμενος ἐξεκυλίσθη AP 11.399 (Apollinar.), τὸν δὲ Γάλβαν ... ἐκκυλισθέντα ... ἔτυπον Plu.Galb.27
•c. suj. del vehículo volcar ἐκκυλισθέντος τοῦ τροχοῦ Pherecyd.37a.
2 ref. a trampas escabullirse, zafarse ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ' ἐκκυλισθήσῃ τέχνης de qué modo te zafarás de este artificio A.Pr.87, ἐὰν δ' ἐκκυλισθῇ ἐκ τῶν δικτύων de una liebre, X.Cyn.8.8.
3 fig. rodar, llegar rodando τι ἀνθρώπων γένος ... μήτ' εἰς κακίαν ἐσχάτην ... ἐκκεκυλισμένον una clase de hombres que tampoco ha rodado hasta la extrema maldad Max.Tyr.24.3, de una noticia εἰς ἀγορὰν τοῦ διηγήματος ἐκκυλισθέντος Plu.2.507d.
II tr., en v. act. hacer caer rodando, echar a rodar c. compl. de pers. o cosa ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν sea cual fuere el giro que le hizo caer rodando Pi.Fr.7, ᾤ' ἐκκυλίνδων Ar.Pax 134, σε καταιγίδες ἐξεκύλισαν AP 7.501 (Pers.), ἁλὸς δέ σε ... ὕδωρ ἐς χθόνα ... ἐξεκύλισε AP 7.582 (Iul.Aegypt.), σιδηρείη μ' ἐξεκύλισεν ὕνις de un cadáver desenterrado AP 7.176 (Antiphil.), cf. 9.131, ἐγκέφαλον ... ἐξεκύλισε λίθῳ hizo saltar los sesos (a una liebre) de una pedrada, AP 6.72 (Agath.), θηρὸς τὴν τόσσην ἐξεκύλισε βίην AP 9.543.
Greek Monolingual
ἐκκυλίνδω (AM) (Α και ἐκκυλινδῶ, -έω)
Ι. ανατρέπω, καταρρίπτω
II. (-ομαι)
1. κυλάω προς τα έξω ή προς τα κάτω, κατρακυλάω
2. παρασύρομαι από πάθη
μσν.
παρεκτρέπομαι
αρχ.
1. βγάζω κάποιον από δύσκολη θέση
2. κοινολογώ, διαδίδω.
Greek Monotonic
ἐκκῠλίνδω: μέλ. -κυλίσω [ῑ]· Παθ. αόρ. αʹ ἐξεκυλίσθην·
1. κυλώ προς τα έξω, σε Αριστοφ.· ανατρέπω, συντρίβω, σε Ανθ. — Παθ., ἐκ δίφροιο ἐξεκυλίσθη, κύλισε κατακέφαλα από το άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. εξάγω, απελευθερώνω, ξεμπλέκω — Παθ., απελευθερώνομαι, τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης, σε Αισχύλ.· ἐκκυλισθῆναι εἰς ἔρωτας, «βουτώ», «πέφτω» με τα μούτρα σε ερωτικές περιπέτειες, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκῠλίνδω: Soph., Arph. = ἐκκυλίω.
Middle Liddell
fut. -κυλίσω aor1 pass. ἐξεκυλίσθην
1. to roll out, Ar.:— to overthrow, Anth.:—Pass., ἐκ δίφροιο ἐξεκυλίσθη rolled headlong from the chariot, Il.
2. to extricate:—Pass. to be extricated from, τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης Aesch.; ἐκκυλισθῆναι εἰς ἔρωτας to plunge headlong into intrigues, Xen.