μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Full diacritics: σαρκήρης | Medium diacritics: σαρκήρης | Low diacritics: σαρκήρης | Capitals: ΣΑΡΚΗΡΗΣ |
Transliteration A: sarkḗrēs | Transliteration B: sarkērēs | Transliteration C: sarkiris | Beta Code: sarkh/rhs |
ες,
A of, consisting of flesh, στάχυς Trag.Adesp. 263.
σαρκήρης: -ες, ὁ σαρκώδης, ἐκ σαρκὸς συνιστάμενος, στάχυς παρ’ Ἡσύχ.
-ῆρες, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που αποτελείται από σάρκες, σαρκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -ήρης (Ι)].