σαρκήρης

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκήρης Medium diacritics: σαρκήρης Low diacritics: σαρκήρης Capitals: ΣΑΡΚΗΡΗΣ
Transliteration A: sarkḗrēs Transliteration B: sarkērēs Transliteration C: sarkiris Beta Code: sarkh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A of, consisting of flesh, στάχυς Trag.Adesp. 263.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκήρης: -ες, ὁ σαρκώδης, ἐκ σαρκὸς συνιστάμενος, στάχυς παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που αποτελείται από σάρκες, σαρκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -ήρης (Ι)].