ἐνσπειράομαι

Revision as of 15:50, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

English (LSJ)

Pass.,

   A to be coiled up in, φωλεῷ S.E.M.7.410: metaph., to be involved, wrapped up in, ἔπεσιν Heraclit.All.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνσπειράομαι: σπειράομαι ἔν τινι, «κολλουριάζομαι» εἰς μέρος τι, ἐπὶ ὄψεως, πολλῶν ἐνεσπειραμένων τῷ αὐτῷ φωλεῷ δρακόντων Σέξτ. Ἔμπ. π. Μ. 7. 410.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo perf.]
estar enrollado en c. dat. πολλῶν ἐνεσπειραμένων τῷ αὐτῷ φωλεῷ δρακόντων S.E.M.7.410
fig. estar oculto, agazapado οἶμαι ... οὐδεμία κηλὶς ... τοῖς ἔπεσιν ἐνεσπείρηται no creo que ninguna inmoralidad se oculte en sus palabras Heraclit.All.2.

Russian (Dvoretsky)

ἐνσπειράομαι: (в чем-л.) сворачиваться, свиваться (ἐνσπειράμενοι τῷ αὐτῷ φωλεῷ δράκοντες Sext.).