Μινώταυρος
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
Greek (Liddell-Scott)
Μινώταυρος: ὁ, θηρίον μυθῶδες ἔχον σῶμα ἀνδρὸς καὶ κεφαλὴν ταύρου, ἦτο δὲ κεκλεισμένον ἐν τῷ ἐν Κνωσῷ Λαβυρίνθῳ, Ἀπολλοδ. Γ΄, 1, 14, κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le Minotaure, monstre, moitié taureau, moitié homme.
Étymologie: Μίνως, ταῦρος.
Russian (Dvoretsky)
Μῑνώταυρος: ὁ Минотавр (свирепое чудовище, получеловек-полубык, рожденный Пасифаей от быка и заключенный в кносский Лабиринт; его убил Тесей) Isocr. etc.