κίθαρος

From LSJ
Revision as of 15:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐθαρος Medium diacritics: κίθαρος Low diacritics: κίθαρος Capitals: ΚΙΘΑΡΟΣ
Transliteration A: kítharos Transliteration B: kitharos Transliteration C: kitharos Beta Code: ki/qaros

English (LSJ)

ὁ,

   A = θώραξ 11, chest, Hp.Loc.Hom.3, etc.    II kind of flatfish, sacred to Apollo, Epich.65, Pherecr.39, Call.Com.3, Arist.HA508b17, Fr.319, Opp.H.1.98. (Derived from Κιθαιρών by Duris 80 J.)

German (Pape)

[Seite 1437] ὁ, 1) ein Fisch aus dem Geschlechte der Schollen, dem Apollo heilig, Arist. H. A. 2, 17; ein Nilfisch, Strab. XVII, 823 Ath. VII, 306; vgl. κιθαρῳδός. – 2) die Brust, der Brustkasten, = θώραξ, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κίθᾰρος: ὁ, = θώραξ ΙΙ, τὸ στῆθος, Ἱππ. 409. 44., 412. 15, κτλ.· πρβλ. χέλυς. ΙΙ. ἰχθύς τις ἐκ τῶν ῥομβοειδῶν, ἱερὸς τοῦ Ἀπόλλωνος (ὁ δὲ ῥόμβος νῦν ὀνομάζεται συάκι), ἴδε Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 90 καὶ 91, Ἐπίχ. 38 Ahr., Καλλίας ἐν «Κύκλωψι» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 26· πρβλ. κιθαρῳδός ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
poisson plat peu estimé.
Étymologie: κιθάρα.

Greek Monolingual

κίθαρος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.)
1. ο θώρακας του σώματος, το στήθος
2. είδος ψαριού της Ερυθράς Θάλασσας, ιερού του Απόλλωνος, αλλ. κιθαρωδός
3. επίσης είδος ψαριού του Νείλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα. Το σχήμα της κιθάρας οδήγησε στην παρομοίωση με τον θώρακα (πρβλ. και γαλλ. caisse «ηχείο της κιθάρας» και «θώρακας». Οι ονομ. τών ψαριών οφείλονται στο σχήμα του σώματός τους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίθαρος -ου, ὁ [κιθάρα] thorax, borstkas.

Russian (Dvoretsky)

κίθᾰρος: ὁ кифар (разновидность камбалы) Arst.