καρυκοποιός
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
ὁ,
A maker of a καρύκη, Achae.12.
German (Pape)
[Seite 1331] leckere Brühe zubereitend, Ath. IV, 173 d, aus Achaeus.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρῡκοποιός: -όν, ὁ παρασκευάζων καρύκην, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 173D.
Greek Monolingual
καρυκοποιός, ὁ (Α)
αυτός που παρασκευάζει καρύκη, σάλτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αμαξο-ποιός, βροχο-ποιός.