σίμβλιος
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
α, ον,
A of a hive, found in one, dub. in Dsc.2.82: prob. f.l. for Λιλυβαῖον or Ὑβλαῖον, cf. Ruf. ap. Orib. 2.63.3.
German (Pape)
[Seite 882] zum Bienenstocke gehörig, darin befindlich, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σίμβλιος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σίμβλον, εἰς κυψέλην, ἀμφίβ. παρὰ τῷ Διοσκ. 2. 104.
Greek Monolingual
-ον, Α σίμβλος
αυτός που ανήκει στον σίμβλο.