ίδος, ἡ, fem. of
A νήκτης, ν. ἐλαία Poll. 6.45; cf. κολυμβάς.
νηκτρίς: -ίδος, ἡ, θηλυκ. τοῦ νήκτης, νηκτρίδες (δηλ. ἐλᾶαι) = κολυμβάδες, Πολυδ. ϛʹ, 45· ἴδε κολυμβάς.
νηκτρίς, ἡ (Α)βλ. νήκτης.