γλωσσοτέχνης

From LSJ
Revision as of 15:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλωσσοτέχνης Medium diacritics: γλωσσοτέχνης Low diacritics: γλωσσοτέχνης Capitals: ΓΛΩΣΣΟΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: glōssotéchnēs Transliteration B: glōssotechnēs Transliteration C: glossotechnis Beta Code: glwssote/xnhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A tongue-artificer, opp. χειροτέχνης, D.Chr.7.124 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

γλωσσοτέχνης: -ου, ὁ, ὁ γλῶσσαν ἔχων τεχνικήν, ὁ τεχνίτης περὶ τὴν χρῆσιν τῆς γλώσσης, Βυζ., Δ. Χρυσ. 1, 265.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ hábil en servirse de la lengua γλωσσοτέχνας δὲ καὶ δικοτέχνας οὐδεμία ἀνάγκη (γενέσθαι) D.Chr.7.124.

Greek Monolingual

γλωσσοτέχνης, ο (Μ)
αυτός που μιλάει ή γράφει με επιμελημένο ύφος.