λεπτόπυγος

Revision as of 10:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A with a thin πυγή, Sch.Ar.Eq.1365.

German (Pape)

[Seite 31] mit dünnem, magerm Hintern.

Greek Monolingual

λεπτόπυγος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεπτή πυγή αδύνατα οπίσθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -πυγος (< πυγή «οπίσθια») πρβλ. λευκό-πυγος, ροδό-πυγος].