Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
Full diacritics: μάλλυκες | Medium diacritics: μάλλυκες | Low diacritics: μάλλυκες | Capitals: ΜΑΛΛΥΚΕΣ |
Transliteration A: mállykes | Transliteration B: mallykes | Transliteration C: mallykes | Beta Code: ma/llukes |
τρίχες, Hsch.
μάλλυκες: «τρίχες» Ἡσύχ.
μάλλυκες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τρίχες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλός + επίθημα -υκες, πιθ. κατά τα ἄμπ-υκες, κάλ-υκες].