πολύβωτος

From LSJ
Revision as of 18:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβωτος Medium diacritics: πολύβωτος Low diacritics: πολύβωτος Capitals: ΠΟΛΥΒΩΤΟΣ
Transliteration A: polýbōtos Transliteration B: polybōtos Transliteration C: polyvotos Beta Code: polu/bwtos

English (LSJ)

ον, prob. from βόσκω,

   A many-feeding, ferlile, as ironical epith. of the barren island of Seriphos, Cratin. 211.

German (Pape)

[Seite 660] = πολύβοτος, Cratin. bei Hephaest. p. 89, oder = πολυβόητος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβωτος: -ον, παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Σεριφίοις» 6, πιθανῶς ἐκ τοῦ βόσκω, ὁ πολλοὺς βόσκων, τρέφων, εὔφορος, εἰρωνικῶς ὡς ἐπίθ. τῆς νήσου Σερίφου, πολύβωτον ποντίαν Σέριφον

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που τρέφει πολλούς
2. εύφορος
3. ειρων. επίθετο της νήσου Σερίφου, επειδή είναι άγονη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του πολύβοτος. Η τροπή του -ο- σε -ω- οφείλεται σε μετρ. λόγους].