πολύχρονος

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχρονος Medium diacritics: πολύχρονος Low diacritics: πολύχρονος Capitals: ΠΟΛΥΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: polýchronos Transliteration B: polychronos Transliteration C: polychronos Beta Code: polu/xronos

English (LSJ)

ον, later form for πολυχρόνιος, Jo.Gaz.Ecphr.2.211.

German (Pape)

[Seite 677] spätere Form statt πολυχρόνιος, Io. Gaz. periphr. 568; auch im adv. πολυχρόνως.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχρονος: -ον, μεταγενέστ. τύπος τοῦ πολυχρόνιος, Αἰνείας Γαζ., κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύχρονος, -ον, ΝΑ
πολυχρόνιος
νεοελλ.
σχετικά με πρόσ. ως ευχή) μακρόβιοςπολύχρονος νά 'σαι!»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χρόνος (πρβλ. ισό-χρονος)].