χρυσεῖον

From LSJ
Revision as of 16:01, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσεῖον Medium diacritics: χρυσεῖον Low diacritics: χρυσείον Capitals: ΧΡΥΣΕΙΟΝ
Transliteration A: chryseîon Transliteration B: chryseion Transliteration C: chryseion Beta Code: xrusei=on

English (LSJ)

τό,

   A gold-mine, Plb.34.10.10: pl. χρυσεῖα gold-mines, X. HG4.8.37, Plb.3.57.3, etc.: gen. pl. written χρυσέων, PSI6.601.10 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1379] τό, 1) Goldgrube, Goldbergwerk, Pol. 34, 10, 10; gew. im plur., χρυσείων μετάλλων Thuc. 4, 105; Xen. Hell. 4, 8,37. 5, 2,12; Pol. 3, 57, 3. – 2) Werkstätte eines Goldarbeiters, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεῖον: τό, ἐργαστήριον χρυσοχόου, Στράβ. 146. ΙΙ. μεταλλεῖον χρυσοῦ (ἴδε ἐν λέξ. χρύσεος Ι. 2), Πολύβ. 34. 10, 10· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. χρυσεῖα, χρυσωρυχεῖα, μεταλλεῖα χρυσοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 37, Πολύβ. 3. 57, 3.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mine d’or.
Étymologie: χρυσός.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. χρυσέον, τὸ, Α
1. εργαστήριο χρυσοχόου
2. χρυσωρυχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μαντ-εῖον)].

Greek Monotonic

χρῡσεῖον: τό (χρυσός
I. εργαστήριο χρυσοχόου, σε Στράβ.
II. μεταλλείο χρυσού, σε πληθ., χρυσεῖα, χρυσωρυχεία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεῖον: τό преимущ. pl. золотой рудник Xen. etc.

Middle Liddell

χρῡσεῖον, ου, τό, χρυσός
I. a goldsmith's shop, Strab.
II. a gold-mine: in pl. χρυσεῖα, gold-mines, Xen.