χρυσεῖον
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
τό,
A gold-mine, Plb.34.10.10: pl. χρυσεῖα gold-mines, X. HG4.8.37, Plb.3.57.3, etc.: gen. pl. written χρυσέων, PSI6.601.10 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1379] τό, 1) Goldgrube, Goldbergwerk, Pol. 34, 10, 10; gew. im plur., χρυσείων μετάλλων Thuc. 4, 105; Xen. Hell. 4, 8,37. 5, 2,12; Pol. 3, 57, 3. – 2) Werkstätte eines Goldarbeiters, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεῖον: τό, ἐργαστήριον χρυσοχόου, Στράβ. 146. ΙΙ. μεταλλεῖον χρυσοῦ (ἴδε ἐν λέξ. χρύσεος Ι. 2), Πολύβ. 34. 10, 10· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. χρυσεῖα, χρυσωρυχεῖα, μεταλλεῖα χρυσοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 37, Πολύβ. 3. 57, 3.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mine d’or.
Étymologie: χρυσός.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. χρυσέον, τὸ, Α
1. εργαστήριο χρυσοχόου
2. χρυσωρυχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μαντ-εῖον)].
Greek Monotonic
χρῡσεῖον: τό (χρυσός)·
I. εργαστήριο χρυσοχόου, σε Στράβ.
II. μεταλλείο χρυσού, σε πληθ., χρυσεῖα, χρυσωρυχεία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσεῖον: τό преимущ. pl. золотой рудник Xen. etc.
Middle Liddell
χρῡσεῖον, ου, τό, χρυσός
I. a goldsmith's shop, Strab.
II. a gold-mine: in pl. χρυσεῖα, gold-mines, Xen.