ἀέτειος
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
[ᾱ], ον, (ἀετόσ
A of the eagle, πτερόν Suid.
German (Pape)
[Seite 43] vom Adler, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀέτειος: [ᾱ] ον, (ἀετὸς) τοῦ ἀετοῦ, Σουΐδ. πρβλ. αἰέτιος.
Spanish (DGE)
-α, -ον
de águila πτερὸν καὶ κρέας Sud., γονή Tz.Ep.92, H.12.701 tít., cf. H.9.160.