ἐπείκελος
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
dub. l. for ἐπιείκελος, Opp.C.2.167.
German (Pape)
[Seite 910] = ἐπιείκελος, Opp. C. 2, 167.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπείκελος: ἐπιείκελος, Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3398. 4· παρὰ τῷ Ὀππ. ἐν Κυνηγ. 2. 167, ἴσως γναμπτοῖς ἐπιείκελοι εἶναι ἡ διάφ. γραφή.
Greek Monolingual
ἐπείκελος, -ον (Α)
αντί επιείκελος.