βρίκελοι
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: οἱ μεν τοὺς ἱστόποδας, ἀπὸ τοῦ βάρους καὶ τοῦ ξύλου οἱ δε βαρβάρους Δίδυμος δε τὰ τραγικὰ προσωπεῖα, παρὰ Κρατίνῳ, οἷον βροτῳ̃ εἴκελοι, ἐν Σεριφίοις H. Also: βρίκελος Κρατῖνος Σεριφίοις (204K.) "<αἶρ',> αἶρε δεῦρο τοὺς βρικέλους" ἔστι δε βαρβαρικὸν τὸ ὄνομα, τίθεται δε [καὶ] ᾽ἐπὶ προσώπων τραγικῶν καὶ εἴρηται οἱονεὶ βροτῳ̃ [ε]ἴκελος η Βριξὶν [ε]ἴκελος. Βρίγες γὰρ ἔθνος βαρβαρικὸν (Paus. Gr. p. 169 Erbse). Cf. βρικόν βάρβαρον; βρυκός βάρβαρος; βρίγες βάρβαροι. οἱ δε σολοικισταί Η.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: A Pre-Gr. word βρικ-\/βρυκ- barbarian, foreigner? (ι\/υ is a wellknown variation; -ελ- a Pre-Gr. suffix, Beekes Pre-Gr.). The Βρίγες are rather popular etym. here, βροτῳ̃ εἴκελος a learned etym. Nach Grošelj Živa Ant. 4, 166f. as Pre-Greek to φρίκες χάρακες H. - ἱστόποδες is unclear here (from βάρος and κελ- = ξύλον??; which does not imply that the meaning ἱστοπόδες is wrong).
Frisk Etymology German
βρίκελοι: {bríkeloi}
Meaning: οἱ μὲν τοὺς ἱστόποδας, ἀπὸ τοῦ βάρους καὶ τοῦ ξύλου· οἱ δὲ βαρβάρους· Δίδυμος δὲ τὰ τραγικὰ προσωπεῖα, παρὰ Κρατίνῳ, οἷον βροτῳ̃ εἴκελοι, ἐν Σεριφίοις H.
Etymology : Unerklärtes Wort unsicherer Bedeutung. Nach Grošelj Živa Ant. 4, 166f. als vorgriechisch zu φρίκες· χάρακες H.
Page 1,269