σκευωρέομαι
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
aor.
A ἐσκευωρησάμην D.45.47: pf. ἐσκευώρημαι Id.32.9, 11:—Act. σκευωρέω Ph.2.569; and pf. ἐσκευώρημαι in pass. sense, D.45.5:—prop. look after the baggage or utensils (σκεύη), but only found in general sense, inspect, examine thoroughly, τοὺς τάφους Str.16.1.11; σ. τὴν Πομπηΐου οἰκίαν ransack it, Plu.Caes.51, cf. Cam. 32,2.587f. II contrive, manage, fabricate, D.32.9,11,45.47, 46.17, Diog.Oen.24; with a sense of fraud or intrigue, τἀν Πελοποννήσῳ D.9.17; σ. ὑποκρίσεις contrive dramatic effects, Plu.2.711e. III intr., σ. περὶ τὰς νεοττιάς to be busy about them, Arist.HA619a24. 2 act knavishly, περί τι D.17.20. 3 abs., plagiarize, D.L.2.61.
German (Pape)
[Seite 894] eigtl. das Geräth, Gepäck bewachen; daher – a) nach den Geräthschaften sehen, sie durchspähen, überhaupt Etwas durchforschen; σκευωρούμενον περὶ τὰς νεοττιάς, der neugierig um ihre Nester herumgeht u. sie ausforscht, Arist. H. A. 9, 32, wie Plut. ζητοῦσα καὶ σκευωρουμένη vrbdt, de genio Socrat. 18, v. l. σκαιωρουμένη; σκευωρούμενοι δὲ καὶ καθαίροντες τὴν χώραν, Camill. 32; auch οἰκίαν, einrichten, Caes. 51. – b) eine Sache betreiben, sich womit beschäftigen, bes. wie σκευοποιέομαι, mit Schlauheit, List, listig anstiften, ἐσκευωρημένος καὶ πεποιηκώς, Dem. 32, 9. 11, vgl. 4, 17; σκευωρούμενοι περὶ τὰ πλοῖα, 17, 20; aber ἐσκευωρημένης μισθώσεως ist passivisch 45, 5. – Bei D. L. 2, 61 wird es »plündern« erklärt.
Greek (Liddell-Scott)
σκευωρέομαι: ἀόριστ. ἐσκευωρησάμην Δημ. 1116. 8· πρκμ. ἐσκευώρημαι ὁ αὐτ. 884. 22., 885. 10, καὶ ἀποθ.· ἀλὰ τὸ ἐνεργ. σκευωρέω ἀπαντᾷ παρὰ Φίλωνι 2. 569· καὶ πρκμ. ἐσκευώρημαι ἐπὶ παθ. σημασίας, Δημ. 1103. 9· (σκευωρός). Κυρίως, ἐπιμέλομαι τῶν σκευῶν, φροντίζω περὶ αὐτῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐπὶ τῆς γενικῆς σημασίας, ἐπιθεωρῶ, ἐξετάζω μετὰ προσοχῆς, τοὺς τάφους Στράβ. 741· σκ., τὴν Πομπηίου οἰκίαν, ἐρευνῶ, λαφυραγωγῶ, Πλουτ. Καῖσ. 51, πρβλ. Κάμιλλ. 32., 2. 587F. II. παρασκευάζω, κατασκευάζω, μηχανῶμαι, Δημ. 884. 22., 885. 10., 1116. 8., 1134. 7· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἀπατᾶν, δολιεύεσθαι, τὰ ἐν Πελοποννήσῳ ὁ αὐτ. 115. 5· σκ. ὑποκρίσεις, ἐπινοῶ μέσον ὅπως κάμω δραματικὴν ἐντύπωσι, Πλούτ. 2. 711Ε. III. ἀμεταβ., σκ. περὶ τὰς νεοττιάς, ἀσχολοῦμαι ἐπιμελῶς εἰς αὐτάς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 8· ὡσαύτως πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασ. πρὸς ἀπάτην, ἐπὶ ἀπάτῃ ἐσκευωρημένα Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 131C, 213C, πρβλ. Βίον Κωνστ. 3. 57, -ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις μετὰ διαφόρ. γραφ. ἐσκαιωρημένα, πρβλ. σκαιωρέω. 2) ἐνεργῶ πανούργως, Δημ. 217. 16. 3) ἀπολ. κλέπτω τὰς ἰδέας ἄλλου, ἀντιγράφω ἄλλων τὰ συγγράμματα, Διογ. Λ. 2. 61,
Greek Monotonic
σκευωρέομαι: αόρ. αʹ ἐσκευωρησάμην, παρακ. ἐσκευώρημαι· αποθ. (σκευωρός,·
I. προσέχω ή επιθεωρώ τις αποσκευές (τὰ σκεύη)· απ' όπου, γενικά, παρατηρώ προσεκτικά ή υφαρπάζω, λαφυραγωγώ, σε Πλούτ.
II. μηχανεύομαι, επινοώ, κατασκευάζω, σε Δημ.· με μια υπόνοια απάτης ή δολοπλοκίας, στον ίδ.· απόλ., ενεργώ με δόλο, σκευωρώ, ραδιουργώ, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
σκευωρέομαι:
1) тщательно осматривать, обследовать, обыскивать (τὴν χώραν Plut.; περὶ τὰ πλοῖα Dem.);
2) хитро устраивать, подстраивать, затевать: τὰ ἐν Πελοποννήσῳ σ. Dem. хитро действовать в Пелопоннесе;
3) присваивать: σ. τινος διαλόγους τινός Diog. L. приписывать кому-л. чьи-л. диалоги.
Middle Liddell
σκευωρέομαι, σκευωρός
Dep.
I. to look after the baggage (τὰ σκεύἠ: hence, generally, to examine throughly, ransack it, Plut.
II. to fabricate, make up, Dem.; with a sense of fraud or intrigue, Dem.:—absol. to act knavishly, Dem.