ἄκρατος

From LSJ
Revision as of 09:26, 15 November 2020 by Spiros (talk | contribs)

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκρᾱτος Medium diacritics: ἄκρατος Low diacritics: άκρατος Capitals: ΑΚΡΑΤΟΣ
Transliteration A: ákratos Transliteration B: akratos Transliteration C: akratos Beta Code: a)/kratos

English (LSJ)

Ion. ἄκρητος, ον : (κεράννυμι):    1 of liquids, unmixed, neat, esp. of wine, Od.24.73; ἄκρητοι σπονδαί drink-offerings of pure wine, Il.2.341, 4.159; οἶνος πάνυ ἄκρατος = very strong wine, X.An.4.5.27; οἶνος ἄκρητος = wine without water, Hdt.1.207, etc.; ἄκρατος (without οἶνος) Ar.Eq.105, etc.; ὁ πολὺς ἄ. ὁλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν Men.779, cf. Call.Epigr.43, Phoen.3.3; ἄκρατον, τό, Arist.Po.1461a15; γάλα Od.9.297; αἷμα A.Ch.578, etc.(without αἷμα Hp.Epid.1.26.ά); χυμός Hp.VM14; ὑποχωρήσιες Id.Aph.7.6; διάρροια Th.2.49. Adv. ἀκράτως Hp.Prorrh.2.24 (ἀκρίτως Littre).    2 of any objects, ἄ. σώματα = pure, simple bodies, Pl.Ti.57c; ἄ. χρῶμα Hp.Acut.42; ἄ. μέλαν pure black, Thphr.Col.26; ἄ. νύξ Ael.Fr.262, cf.NA12.33; ἄ. σκότος Plu. Nic.21; ἄ. σκιά Id.2.932b.    3 of qualities, pure, absolute, ἄ. νοῦς X.Cyr.8.7.20; πῶς . . ἡ ἄ. δικαιοσύνη πρὸς ἀδικίαν τὴν ἄ. ἔχει Pl.R.545a, cf. 491e. Adv. ἀκράτως Lg.731d.    4 of conditions or states, pure, untempered, absolute, ἐλευθερία, ἡδονή, R.562d, Lg.793a; ὀλιγαρχία Arist.Pol.1273b37, etc.; παρρησία Demad.18; νόμων ἀποτομία POxy. 237 vii 40 (ii A. D.); ἄ. νόμος absolute law, Pl.Lg.723a; ἄ. ψεῦδος sheer lie, Id.R.382c. Adv. ἀκράτως absolutely, entirely, ἀ. μέλας, λευκός, Ael. NA16.11, Luc.DMar.1.3.    5 of persons, intemperate, violent, ἄ. ὀργήν A.Pr.678; of sleep, ἄ. ἐλθέ come with all thy power, E.Cyc. 602.    6 of feelings, ἄ. ὀργή Alcid. ap. Arist.Rh.1406a10; ἵμερος S.Fr.941; ἄ. καῦμα AP9.71 (Antiphil.); φόβος EM621.13; τὸ τῆς δεισιδαιμονίας ἄ. J.BJ2.9.3, etc.    II Comp. ἀκρατέστερος, Ion. ἀκρητος (asiffr. ἀκρατής) Hp.VM5, Hyp.Dem.Fr.(b), Arist.Pr.871a16, Thphr. Od.24: Sup. ἀκρατέστατος Pl.Phlb.53a: but ἀκρατότερος Plu.2.677c.

German (Pape)

[Seite 80] (κεράννυμι), ion. ἄκρητος, 1) ungemischt, rein, Hom. fünfmal, ἄκρητον γάλα Od. 9, 297, πίθοι οἴνοιο παλαιοῦ ἡδυπότοιο, ἄκρητον θεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες 2, 341, οἴνῳ ἐν ἀκρήτῳ 24, 73, σπονδαὶ ἄκρητοι Iliad. 2, 341. 4, 159, Trankopfer von Wein, der nicht mit Wasservermischtist, Scholl. Aristonic. an beiden Stellen; – ohne οἶνος, ὁ ἀκρ., Ar. Equ. 105; Theocr. 2, 152 (ἔρωτος); Luc. Pisc. 34; Plut. Lyc. 16, und öfter; τὸ ἄκρατον Ath. X, 441 c; ἄκρητοι λοιβαί Ap. Rh. 1, 453; αἷμα Aesch. Ch. 571 Soph. El. 776; ὕδωρ Sophr. bei Ath. II, 44 b. Uebertr. rein, einfach, ausgehend von ἀκράτου τῆς ἐλευθερίας μεθυσθῆναι Plat Rep. VIII, 562 d; νοῦς ἄκρ. καὶ καθαρός, vom Körper geschieden, Xen. Cyr. 8, 7, 20; ἡδονὴ ἄκρατος Legg. VII, 793 a, βίος VII, 823 a; ἡ ἄκρ. δικαιοσύνη, die reine, absolute Gerechtigkeit, Rep. VIII, 545 a; πονηρία ἄκρ. VI, 491 e; σοφία Ep. ad. 315 (Pl. 262); – τινός, rein von Etwas, ἡδονὴ ἄκρ. ἀλγηδόνων Axioch. 370 d. – 2) da ungemischter Wein stark ist, übh. stark, von Gerstentrank Xen. An. 4, 5, 27. So übertr. ὀργὴν ἄκρ. Aesch. Pr. 681, καῦμα Antiphil. 12 (IX, 71); ξυμφορά Pl. Phil. 64 e; διάῤῥοια Thuc. 2, 49; ὀλιγαρχία, zügellos, Arist. Pol. 2, 10 u. oft; Plut. z. B. θάρσος Pomp. 57. – Compar. ἀκρατέστερος Arist. Probl. 3, 3, 15; ἀκρατέστατον Plat. Phil. 53 a: nach den Atticisten die att. Form; vgl. Ath. X, 24; ἀκρατότερος hat Plut. Conv. 5, 4. – Adv. ἀκράτως.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρᾱτος: Ἰων. ἄκρητος, ον, (κεράννυμι): 1) ἐπὶ ὑγρῶν, ἀμιγής, καθαρός, ἁγνός, ἄδολος, ἀνόθευτος, ἰδίως ἐπὶ οἴνου, Ὀδ. Ω. 73· ἄκρητοι σπονδαί, σπονδαὶ ἐξ ἀκράτου οἴνου, Ἰλ. Β. 341., Δ. 159· οἶνος πάνυ ἄκρ., λίαν ἰσχυρός, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 27· οἶνος ἄκρητος, ἄνευ ὕδατος, Λατ. merum, Ἡροδ. 1. 207, κτλ.: - καὶ ἄκρατος (ἄνευ τοῦ οἶνος), Ἀριστοφ. Ἱππ. 105. καὶ συχν. παρὰ κωμ. οὕτω: ἄκρατον, τό, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 16, Ἀθ. 441C· ὡσαύτως ἐπὶ γάλακτος, Ὀδ. Ι. 297· ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 578, κτλ.: - λέγεται ὅτι σημαίνει μέλας ἢ σκοτεινὸς τὸ χρῶμα ἐν Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 966. - Ἐπιρρ. -τως, ὁ αὐτ. 107C. 2) ἐπὶ παντὸς πράγματος, ἄκρ. σώματα, καθαρά, ἁπλᾶ σώματα, Πλάτ. Τίμ. 57C· ἄκρ. μέλαν, καθαρῶς μέλαν, Θεοφρ. περὶ Χρωμ. 26· ἄκρατος νὺξ (σκοτεινὴ νύξ) ἔπρεπεν ἴσως νὰ ἀναγινώσκηται (μετὰ τοῦ Schütz) ἐν Αἰσχύλ. Χο. 65, ἀντὶ ἄκραντος· πρβλ. ἄκρατον σκότος, Πλουτ. Νικ. 21· ἄκρ. σκιά, ὁ αὐτ. 932Β. 3) ἐπὶ ποιότητος ἢ ἰδιότητος, ἁγνός, ἀπόλυτος, ἄκρ. νοῦς, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 20· πῶς... ἡ ἄκρ. δικαιοσύνη πρὸς ἀδικίαν ἄκρ. ἔχει, Πλάτ. Πολ. 545Α, πρβλ. 491Ε. 4) ἐπὶ καταστάσεων ἢ περιστάσεων, καθαρός, ἀμιγής, ἀπόλυτος, ἐλευθερία, ἡδονή, Πλάτ. Πολ. 562D· ὀλιγαρχία, Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 2, κτλ.· ἄκρ. νόμος, ἀπόλυτος νόμος, Πλάτ. Νόμ. 732Α· ἄκρ. ψεῦδος, καθαρὸν ψεῦδος, ὁ αὐτ. Πολ. 382C: - οὕτως ἐπίρρ. ἀκράτως, ἀπολύτως, ὁλοκλήρως, παντάπασι, ἀκρ. μέλαςλευκός, Αἰλ. περὶ Ζ. 16, 11, Λουκ. Ἐνάλ. Διαλ. 1. 3. 5) ἐπὶ προσώπων, θερμός, ἀκρατής, ὑπερβολικός, βίαιος· ἄκρατος ὀργήν, Αἰσχύλ. Πρ. 678· ἄκρατος ἐλθέ, ἐλθὲ μεθ’ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου, Εὐρ. Κύκλ. 602. 6) οὕτως ἐπὶ αἰσθημάτων καὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα αἰσθανόμεθα· ἄκρατος ὀργή, Ἀλκιδ. παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 2· ἵμερος, Σοφ. Ἀποσπ. 678· ἄκρ. διάρροια, Θουκ. 2. 49· ἄκρ. καῦμα, Ἀνθ. Π. 9. 71· φόβος, Ἰώσηπ., κτλ. ΙΙ. συγκρ. ἀκρατέστερος, (ὡς ἐκ θετ. ἀκρατής), Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10, Ὑπερείδ. παρ’ Ἀθην. 424D, Ἀριστ. Προβλ. 3. 3: - ὑπερθ. ἀκρατέστατος, Πλάτ. Φίλ. 53Α· ἀλλ’ ἀκρατότερος, Πλουτ. 2. 677C· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 254.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non mélangé, pur : ἄκρατος οἶνος vin pur ; ἄκρητοι (ion.) σπονδαί IL libations de vin pur ; ἄκρατος νοῦς XÉN pure intelligence;
2 immodéré, excessif, violent : ἄκρατος ὀργήν ESCHL violent dans sa colère ; ἄκρατος ὀργή colère violente.
Étymologie: ἀ, κεράννυμι.
Syn. χαλίκρατος.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of κεράννυμι; undiluted: without mixture.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκρατος, -ον) (Ν και ακράτος)
1. (συνήθ. για υγρά και κυρ. το κρασί) αμιγής, ανόθευτος, αγνός, ανέρωτος (στα αρχ. και χωρίς τη λ. οἶνος, ως ουσ.)
2. (μτφ. για καταστάσεις ή περιστάσεις) ακραιφνής, απόλυτος, γνήσιος
3. (για ανθρώπινες ιδιότητες ή αρετές) πραγματικός, αληθινός, ατόφιος
αρχ.
1. (για πράγματα) καθαρός, σκέτος
2. (για ανθρώπους ή συναισθήματα) υπερβολικός, βίαιος, ορμητικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄκρατον, καθαρότητα, έλλειψη νοθείας, αγνότητα
4. φρ. «ἄκρητοι σπονδαί», σπονδές από άκρατο οίνο
«οῑνος πάνυ ἄκρατος», πολύ δυνατό κρασί
5. (συγκρ. β.) ἀκρατέστερος και ἀκρατότερος, (υπερθ. β.) ἀκρατέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -κρατὸς < κεράννυμι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρασία, ἀκρατίζω ή ἀκρατίζομαι, ἀκρατότης.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκρατοκώδων, ἀκρατοπηγόβρυτος, ἀκρατοπότης, ἀκρατοφόρος
νεοελλ.
ακρατοθέρμες, ακρατοπηγές].

Greek Monotonic

ἄκρᾱτος: Ιων. ἄ-κρητος, -ον (κεράννυμι
I. 1. λέγεται για υγρά, αμιγής, άκρατος, ανόθευτος, καθαρός, λέγεται για κρασί, σε Ομήρ. Οδ.· ιδίως, οἶνος ἄκρητος, κρασί χωρίς νερό, Λατ. merum, σε Ηρόδ.· και ἄκρατος (χωρίς το οἶνος), σε Αριστοφ. κ.λπ.
2. μεταφ., ἄκρ. μέλαν, καθαρό μαύρο, σε Θεόφρ.· ἄκρατος νύξ, σκοτεινή νύχτα, σε Αισχύλ.· ἄκρ. νοῦς, καθαρός, διαυγής νους, σε Ξεν.
3. χρησιμοποιείται για συνθήκες, περιστάσεις ή καταστάσεις, αγνός, αμιγής, απόλυτος, ἐλευθερία, ἡδονή, σε Πλάτ.· ἄκρ. ψεῦδος, καθαρό ψέμα, στον ίδ.· επίρρ. -τως, απολύτως, σε Λουκ.
4. λέγεται για πρόσωπα, ακόλαστος, έκλυτος, υπερβολικός, αλόγιστος, θερμός, βίαιος, ἄκρατος ὀργήν, σε Αισχύλ.· ομοίως λέγεται και για πράγματα που νιώθουμε, ἄκρ. ὀργή, ἄκρ. καῦμα κ.λπ.
II. Συγκρ. ἀκρατέστερος, υπερθ. -έστατος (όπως αν προερχόταν από το ἀκρατής).

Russian (Dvoretsky)

ἄκρᾱτος:
I ион. ἄκρητος 2
1) беспримесный, неразбавленный, чистый (οἶνος Hom., Her., Xen.; γάλα Hom.; αἶμα Aesch., Soph.): ἄκρητοι σπονδαί Hom. возлияния из чистого вина;
2) чистый, абсолютный (νοῦς Xen.);
3) полный, неограниченный (ἐλευθερία Plat.; δημοκρατία Plut.);
4) истинный, подлинный (δικαιοσύνη, ψεῦδος Plat.);
5) необузданный, неумеренный, безмерный, крайний (ὀργή Arst.; θάρσος Plut.): ἄ. ὀργήν Aesch. необузданный в своем гневе, свирепый; ἄκρατον καῦμα Anth. палящий зной; σκότος ἄκρατον Plut. непроглядная тьма; ἄ. ἐλθεῖν τινι Eur. со всей силой напасть на кого-л.;
6) свободный (от), непричастный (к), лишенный (ἁπασῶν ἀλγηδόνων Plat.; βίος κακῶν ἄ. Plut.).
II ὁ (sc. οἶνος) чистое (неразбавленное) вино Arst.

Middle Liddell

κεράννυμι
1. of liquids, unmixed, sheer, of wine, Od.:—esp., οἶνος ἄκρητος wine without water, Lat. merum, Hdt.; and ἄκρατος without (οἶνος), Ar., etc.
2. metaph., ἄκρ. μέλαν pure black, Theophr.; ἄκρατος νύξ sheer night, Aesch.; ἄκρ. νοῦς pure intellect, Xen.
3. of conditions or states, pure, untempered, absolute, ἐλευθερία, ἡδονή Plat.; ἄκρ. ψεῦδος a sheer lie, Plat.:—adv. -τως absolutely, Luc.
4. of persons, intemperate, excessive, violent, ἄκρατος ὀργήν Aesch.: so of things we feel, ἄκρ. ὀργή, ἄκρ. καῦμα, etc.
II. comp. ἀκρατέστερος, Sup. -έστατος (as if from ἀκρατής).

Chinese

原文音譯:¥kratoj 阿-克拉拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-握住的 相當於: (חֵמָא‎ / חָמָה‎ / חֵמָה‎) (מֶסֶךְ‎)
字義溯源:未沖淡的,未混雜的,純一不雜;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(κεράννυμι)*=混合)組成。神要用那純一不雜岔怒的杯對付那些拒絕和棄絕他的人( 啓14:10; 賽51:17 ,22)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 純一不雜(1) 啓14:10

English (Woodhouse)

absolute, complete, downright, entire, pure, sheer, unadulterated, unmixed, violent, of the passions, of wine, without admixture

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)