Ἑρμίδιον
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
A v. Ἑρμῄδιον.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑρμίδιον: ῑδ, τό, ὑποκορ. τοῦ Ἑρμῆς, μικρὸν ἄγαλμα Ἑρμοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 924· ὡς ἔκφρασις στοργῆς καὶ ἀγάπης, ὑποκόρισμα φιλοφρονητικόν, μή νυν λακήσῃς, λίσσομαί σ’, ὦρμίδιον αὐτόθι 382. Ἐν Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 1, Ἑρμήδιον διὰ τοῦ η ἐν τῇ προπαραλ., ὅπερ ἴσως εἶναι ὁ ὀρθὸς τύπος.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit Hermès :
1 statuette ou figurine d’Hermès;
2 t. d’affect. cher petit Hermès.
Étymologie: Ἑρμῆς.
Greek Monotonic
Ἑρμίδιον: [ῑ], τό, υποκορ. του Ἑρμῆς, μικρό άγαλμα Ερμή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Ἑρμίδιον: (μῑ) τό [demin. к Ἑρμῆς I] Гермидий
1) статуэтка Гермеса Arph.;
2) ласк. в обращении к Гермесу Arst.