occur
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English > Greek (Woodhouse)
verb intransitive
P. and V. συμβαίνειν. συμπίπτειν, παραπίπτειν, τυγχάνειν, συντυγχάνειν; see happen.
occur (to the mind): P. and V. παρίστασθαι (dat.), ἐμπίπτειν (dat.), ἐπέρχεσθαι (acc. or dat.), εἰσέρχεσθαι (acc. or dat.).