opportunely
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English > Greek (Woodhouse)
adverb
P. and V. καιρῷ, ἐν καιρῷ, εἰς καιρόν, ἐν τῷ δέοντι, εἰς δέον, ἐν καλῷ, εἰς κάλον, V. πρὸς καιρὸν, πρὸς τὸ καίριον, ἐν δέοντι, εἰς ἀρτίκολλον, εἰς ἀκριβές, καιρίως (also Xen.). P. εὐκαίρως
fittingly: P. and V. πρεπόντως, συμμέτρως, P. προσηκόντως, V. ἐναισίμως.