poverty
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. πενία, ἡ, ἀπορία, ἡ, P. ἔνδεια, ἡ, ἀχρηματία, ἡ, V. χρημάτων ἀχηνία, ἡ.
poverty is a sad thing: V. κακὸν τὸ μὴ 'χειν (ἔχειν) (Eur., Phoenissae 405).