prosecute
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. μετέρχεσθαι.
carry on: Ar. and P. μεταχειρίζεσθαι, P. διαχειρίζειν.
prosecure a war: P. πόλεμον διαφέρω, πόλεμον διαφέρειν.
practise: P. and V. ἀσκεῖν, ἐπιτηδεύειν.
prosecute (legally): P. and V. διώκειν, μετέρχεσθαι, ἐπεξέρχεσθαι (dat.).
be prosecuted: P. and V. φεύγω, φεύγειν.
prosecute for: P. and V. διώκειν (τινά τινος), P. ἐπεξέρχεσθαι (τινί τι or τινί τινος).
be prosecuted for: P. and V. φεύγω, φεύγειν (gen.).
prosecute inquiries about: P. ἐπεξέρχεσθαι περί (gen.).