γήχυτον
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
τό, (χέω)
A the soft mould or soil on the earth's surface, Gal.19.91.
Greek (Liddell-Scott)
γήχῠτον: τό, (χέω) τὸ μαλακὸν, τὸ μὴ λιθῶδες ἔδαφος ἢ χῶμα ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς, Γαλην. Γλωσσ. Ἱππ. σ. 452.
Spanish (DGE)
-ου, τό tierra suelta, mantillo Hp. en Gal.19.91, Hsch.