δάσυμα

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάσῡμα Medium diacritics: δάσυμα Low diacritics: δάσυμα Capitals: ΔΑΣΥΜΑ
Transliteration A: dásyma Transliteration B: dasyma Transliteration C: dasyma Beta Code: da/suma

English (LSJ)

[ᾰ], ατος, τό,

   A = τράχωμα., Sever. ap. Aët.7.45.

German (Pape)

[Seite 524] τό, die Rauhheit, Aet.

Greek (Liddell-Scott)

δάσῡμα: -ατος, τό, = τρίχωμα, Ἀέτ. σ. 131.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. aspereza, rugosidad de los párpados, a veces como sinón. de tracoma τραχώματα, ἅπερ καὶ δασύματα πρός τινων κέκληται Seuer. en Aët.7.45, de un fármaco λεπτύνει ... τὰ βλέφαρα καὶ τὰ τούτων δασύματα καὶ τραχώματα ἐξομαλίζει Aët.7.104.

Greek Monolingual

δάσυμα, το (Α)
το τράχωμα των ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς (πρβλ. γλώσσημα-γλώσσα, γαμήλευμα-γαμήλιος)].