διακελευστέον

Revision as of 15:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A one must direct, προστάξεις τισί Pl.Lg. 631d.

Greek (Liddell-Scott)

διακελευστέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ διακελεύεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 631D.

Spanish (DGE)

hay que ordenar τὰς ἄλλας προστάξεις τοῖς πολίταις εἰς ταῦτα βλεπούσας αὐτοῖς εἶναι δ. Pl.Lg.631d.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακελευστέον, adj. verb. van διακελεύω, er moet op gewezen worden.