διερέθισμα
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ατος, τό,
A provocation, App.BC5.53.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
incitación πιθανοῦ τοῦ διερεθίσματος ὄντος aunque era persuasiva la incitación App.BC 5.53.