δροσισμός
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
ὁ,
A exposure to dew, Olymp.Alch.p.87 B.
German (Pape)
[Seite 668] ὁ, das Thauen, Eust.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 exposición al relente Olymp.Alch.87.3.
2 fig. refrigerio, alivio refrescante τῷ δροσισμῷ τῆς κυοφορίας αὐτῆς τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων καταφλεγομένας ... ἀνεζώωσε (ἡ Παρθένος) Ath.Al.M.28.748C.
Greek Monolingual
ο (AM δροσισμός)
ελαφρά ύγρανση, δροσιά
μσν.- νεοελλ.
1. το ξεδίψασμα
2. ανακούφιση, ευχαρίστηση.