δυσαρεστία
English (LSJ)
ἡ,
A distress, malaise, Herod.Med.in Hermes40.584, prob. in Aët.16.18 (for -ησίαι), Hierocl. in CA11p.442M.
German (Pape)
[Seite 676] ἡ, dasselbe, Sp., wie Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαρεστία: ἡ, = τῷ προηγ., Κλήμ. Ἀλ. 219, κτλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
medic. malestar, indisposición Hierocl.in CA 11.25 (p.50), Heph.Astr.1.21.23
•fig. ἄλυες ... καὶ νυσταγμοὶ καὶ διεκτάσεις καὶ χάσμαι δυσαρεστίαι ψυχῆς εἰσιν ἀβεβαίου Clem.Al.Paed.2.9.81.
Greek Monolingual
δυσαρεστία, η (AM)
1. στενοχώρια
2. (ως ιατρ. όρος) δυσφορία.