δυσπολιόρκητος
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
English (LSJ)
ον,
A hard to take by siege, X.HG4.8.5 (Comp.), Plb.5.3.4, J.AJ2.10.2; τὸ δ. Corn.ND20.
German (Pape)
[Seite 687] schwer zu belagern u. einzunehmen; Xen. Hell. 4, 8, 5; Pol. 5, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπολιόρκητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κυριεύσῃ τις διὰ πολιορκίας, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5, Πολύβ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inexpugnable.
Étymologie: δυσ-, πολιορκέω.
Spanish (DGE)
-ον
inexpugnable, difícil de conquistar por asedio χωρίον X.HG 4.8.5, LXX 2Ma.12.21, I.AI 2.249, πολισμάτιον Plb.5.3.4, κατὰ θάλατταν ... δυσπολιόρκητον οὖσαν τὴν πόλιν D.S.17.40, cf. 22.10
•subst. τὸ δ. inexpugnabilidad Corn.ND 20.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσπολιόρκητος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία
2. αυτός που δύσκολα πολιορκείται
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσπολιόρκητον
η δυσκολία για άλωση με πολιορκία.
Greek Monotonic
δυσπολιόρκητος: -ον, αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία, δυσπόρθητος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δυσπολιόρκητος: который трудно осаждать или взять осадой, неприступный (χωρίον Xen.; πολισμάτιον Polyb.).
Middle Liddell
δυσπολιόρκητος, ον
hard to take by siege, Xen.