εὐπιστία

From LSJ
Revision as of 14:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπιστία Medium diacritics: εὐπιστία Low diacritics: ευπιστία Capitals: ΕΥΠΙΣΤΙΑ
Transliteration A: eupistía Transliteration B: eupistia Transliteration C: efpistia Beta Code: eu)pisti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A pious belief, prob. cj. in Jul.Or.4.153a.

Greek Monolingual

η (Α εὐπιστία) εύπιστος
νεοελλ.
1. η ιδιότητα του εύπιστου, η ευκολοπιστία
2. αφέλεια, απλοϊκότητα, ακρισία
αρχ.
1. εμπιστοσύνη, πεποίθηση
2. ευσεβής πίστη.

Russian (Dvoretsky)

εὐπιστία: ἡ доверие (Aeschin. - v. l. к ἀπιστία).