εὐπατόριον

From LSJ
Revision as of 14:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπᾰτόριον Medium diacritics: εὐπατόριον Low diacritics: ευπατόριον Capitals: ΕΥΠΑΤΟΡΙΟΝ
Transliteration A: eupatórion Transliteration B: eupatorion Transliteration C: efpatorion Beta Code: eu)pato/rion

English (LSJ)

τό (v.l. -ος, ὁ),

   A Agrimonia Eupatorium (so called from Mithridates Eupator), agrimony, Dsc.4.41.    2 = πράσιον, Ps.-Dsc. 3.105.

German (Pape)

[Seite 1087] τό, Name einer Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπᾰτόριον: τό, βατάνη τις, agrimonia eupatorium (κληθεῖσα οὕτως ἀπὸ Μιθριδάτου τοῦ Εὐπάτορος), Διοσκ. 4. 41.

Greek Monolingual

το (ΑΜ εὐπατόριο(-ν) Ευπάτωρ
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη αστερώδη
μσν.-αρχ.
βότανο κατά τών δηλητηριάσεων, που πήρε την ονομασία του από τον Μιθριδάτη τον Ευπάτορα, ο οποίος πρώτος ανακάλυψε τη χρησιμότητά του ως αντιδότου κατά τών δηλητηριάσεων.