θερείβοτος
English (LSJ)
ον, (βόσκω)
A serving for a summer-pasture, Eust.222.20.
German (Pape)
[Seite 1200] Sommerweiden habend, im Sommer zur Weide dienend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
θερείβοτος: -ον, (βόσκω) χρησιμεύων κατὰ τὸ θέρος εἰς βοσκήν, ἔχων κατὰ τὸ θέρος βοσκήν, Εὐστ. 222. 20.
Greek Monolingual
θερείβοτος, -ον (Μ)
(για τόπο) αυτός που κατά το θέρος χρησιμεύει για βοσκή ζώων, που έχει χορτάρι κατά το θέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί-βοτος, βού-βοτος].