θεόκτιτος
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ον, = foreg. 1, Sol.36.6;
A γαῖα Epigr.Gr.223.5.
German (Pape)
[Seite 1196] dasselbe, Τροία Munat. ep. (IX, 103).
Greek (Liddell-Scott)
θεόκτῐτος: -ον, = τῷ προηγ., Σόλων 35. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2892 - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 333.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
créé par la divinité.
Étymologie: θεός, *κτίω.
Greek Monotonic
θεόκτῐτος: -ον (κτίζω), ο δημιουργημένος από το Θεό, σε Σόλ.
Russian (Dvoretsky)
θεόκτῐτος: Anth. = θεόκτιστος.