καταβολεύς

From LSJ
Revision as of 10:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβολεύς Medium diacritics: καταβολεύς Low diacritics: καταβολεύς Capitals: ΚΑΤΑΒΟΛΕΥΣ
Transliteration A: kataboleús Transliteration B: kataboleus Transliteration C: katavoleys Beta Code: kataboleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A founder, Sch.Pi.O.3.1.    II one who pays, Gloss.    III in pl., officers who collect payments due to the state, IG5(2).357.9 (Stymphalus, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1340] ὁ, der Einsetzer, Gründer, Stifter, Schol. Pind. Ol. 3, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταβολεύς: έως, ὁ, ἱδρυτής, Γεωργ. Παχυμ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 566, Σχόλ. εἰς Πινδάρου Ο. 3. 1. ΙΙ. ὁ καταβάλλων χρήματα, ὁ ἀποτίνων, πληρώνων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

καταβολεύς, -έως, ὁ (Α)
1. ο ιδρυτής
2. αυτός που καταβάλλει χρήματα, αυτός που πληρώνει
3. στον πληθ. οἱ καταβολεῑς
υπάλληλοι που συνέλεγαν τα οφειλόμενα προς το κράτος χρέη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ- < καταβάλλω «ιδρύω, καταβάλλω χρήματα» + κατάλ. -εύς (πρβλ. επι-βολεύς, υπο-βολεύς)].