καταγλύφω

From LSJ
Revision as of 10:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγλύφω Medium diacritics: καταγλύφω Low diacritics: καταγλύφω Capitals: ΚΑΤΑΓΛΥΦΩ
Transliteration A: kataglýphō Transliteration B: kataglyphō Transliteration C: kataglyfo Beta Code: kataglu/fw

English (LSJ)

[ῠ],

   A scoop out, groove, pf. part. Pass. -γεγλυμμένος Hp.Mochl.38.    2 carve, κυμάτια IG 11(2).199A76 (Delos, iii B.C.); σπεῖραν Milet.7.59.14.

Greek (Liddell-Scott)

καταγλύφω: ῠ, κοιλαίνω, διακοιλαίνω, Ἱππ. Μοχλ. 865·- ποιῶ ἀμυχὰς εἴς τι, σπαράττω, τά πρόσωπα Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 1036C.

Greek Monolingual

καταγλύφω (Α)
1. κάνω κάτι εντελώς κοίλο
2. λαξεύω, σμιλεύω
3. κάνω αμυχές σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + γλύφω «λαξεύω, σκαλίζω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-γλύφω een insnijding maken.